- κλητός
- -ή, -ό (AM κλητός, -ή, -όν)προσκεκλημένος, καλεσμένος («πολλοὶ γὰρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί», ΚΔ)αρχ.1. ευπρόσδεκτος («οὗτοι γὰρ κλητοί γε βροτῶν ἐπ' ἀπείρονα γαῑαν», Ομ. Οδ.)2. περιζήτητος, σπουδαίος, εκλεκτός3. αυτός που έχει κλητευθεί στο δικαστήριο4. αυτός τον οποίο επικαλείται κάποιος5. το θηλ. ως ουσ. ἡ κλητή(ενν. ἐκκλησία) η συνεδρίαση, η συνέλευση.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κλη- (πρβλ. ἐ-κλη-θην, παθ. αόρ. τού καλῶ) + κατάλ. -τός].
Dictionary of Greek. 2013.